ωΰφιον

ωΰφιον
τὸ, Μ
υποκορ. τού ᾠόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + υποκορ. κατάλ. -ύφιον (πρβλ. ζω-ΰφιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ᾠύφιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωοίφιον — τὸ, Α [ᾠόν] (σε πάπ.) μικρό αβγό, ᾠΰφιον* …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”